Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χριστέον
χριστήριον
χρίστης
χριστιανικός
χριστιανός
χριστός
χρίω
χρόα1
χρόα2
χροάζω
χροανθές
χροιά
χροΐζω
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
View word page
χροανθές
χροανθές· εὐφεγγές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χροανθές
Headword (normalized):
χροανθές
Headword (normalized/stripped):
χροανθες
IDX:
114720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χροανθές·</span> <span class="foreign greek">εὐφεγγές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}