Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
View word page
ἀπαράλεκτος
ἀπαρά-λεκτος, ον,
A). with disordered hair, Pherecr. 195 .


ShortDef

with disordered hair

Debugging

Headword:
ἀπαράλεκτος
Headword (normalized):
ἀπαράλεκτος
Headword (normalized/stripped):
απαραλεκτος
IDX:
11470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρά-λεκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with disordered hair,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:195" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:195/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pherecr.</span> 195 </a>.</div> </div><br><br>'}