Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χρηστομαθής
χρηστομουσέω
χρηστός
χρηστότης
χρηστουργία
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρηστοφωνία
χρήστωρ
χρητήρ
χρῖ
χρῖμα
χρίμπτω
χρίσιμος
χρῖσις
χρῖσμα
χριστέον
χριστήριον
χρίστης
χριστιανικός
χριστιανός
View word page
χρῖ
χρῖ·
χρίει,
Hsch.
χρία·
μυρμήκων κοίτη,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρῖ
Headword (normalized):
χρῖ
Headword (normalized/stripped):
χρι
IDX:
114704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114705
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῖ·</span> <span class="foreign greek">χρίει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">χρία·</span> <span class="foreign greek">μυρμήκων κοίτη,</span> Id.</div><br><br>'}