Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρηστογραφία
χρηστοήθεια
χρηστοήθης
χρηστοινέω
χρηστοκαρπία
χρηστόκαρπος
χρηστολογέομαι
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστομάθεια
χρηστομαθέω
χρηστομαθής
χρηστομουσέω
χρηστός
χρηστότης
χρηστουργία
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρηστοφωνία
χρήστωρ
χρητήρ
View word page
χρηστομαθέω
χρηστο-μᾰθέω,
A). to be desirous of learning, Longin. 2.3 .


ShortDef

to be desirous of learning

Debugging

Headword:
χρηστομαθέω
Headword (normalized):
χρηστομαθέω
Headword (normalized/stripped):
χρηστομαθεω
IDX:
114693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρηστο-μᾰθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be desirous of learning,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 2.3 </span>.</div> </div><br><br>'}