Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
View word page
ἀπάρακτος
ἀπάρακτος
,
ον
,(
παράγω
)
A).
gloss on
ἀνώπιστος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπάρακτος
Headword (normalized):
ἀπάρακτος
Headword (normalized/stripped):
απαρακτος
IDX:
11468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11469
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπάρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">παράγω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀνώπιστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}