Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
χρηστοήθεια
χρηστοήθης
χρηστοινέω
χρηστοκαρπία
χρηστόκαρπος
χρηστολογέομαι
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστομάθεια
χρηστομαθέω
χρηστομαθής
χρηστομουσέω
χρηστός
χρηστότης
χρηστουργία
View word page
χρηστόκαρπος
χρηστό-καρπος, ον,
A). having, bearing good fruits, ib. 3.6 .


ShortDef

having, bearing good fruits

Debugging

Headword:
χρηστόκαρπος
Headword (normalized):
χρηστόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
χρηστοκαρπος
IDX:
114688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρηστό-καρπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having, bearing good fruits,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3.6/canonical-url/"> 3.6 </a>.</div> </div><br><br>'}