Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
View word page
ἀπαρακόντιστος
ἀπαρᾰκόντιστος, ον,
A). not defeated in javelin-throwing, Ephes. 2 . No. 72 (iii A. D.).


ShortDef

not defeated in javelin-throwing

Debugging

Headword:
ἀπαρακόντιστος
Headword (normalized):
ἀπαρακόντιστος
Headword (normalized/stripped):
απαρακοντιστος
IDX:
11467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρᾰκόντιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not defeated in javelin-throwing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ephes.</span> 2 </span>. No. <span class="bibl"> 72 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}