Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδόληρος
χρησμῳδός
χρἤσται
χρηστέον
χρηστεύομαι
χρηστήρ
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρηστηριώδης
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφία
View word page
χρἤσται
χρἤσται, χρῆ ’σται, or χρὴ ’σται,
A). v. χρή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρἤσται
Headword (normalized):
χρἤσται
Headword (normalized/stripped):
χρησται
IDX:
114673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρἤσται</span>, <span class="orth greek">χρῆ ’σται,</span> or <span class="orth greek">χρὴ ’σται,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρή.</span> </div> </div><br><br>'}