Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολάλος
χρησμολέσχης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμόλογος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφόρος
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῴδημα
χρησμώδης
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
View word page
χρησμοπευστέω
χρησμο-πευστέω,
A). consult an oracle, An.Bachm. 1.418 (ubi male -πνευστοῦντι).


ShortDef

consult an oracle

Debugging

Headword:
χρησμοπευστέω
Headword (normalized):
χρησμοπευστέω
Headword (normalized/stripped):
χρησμοπευστεω
IDX:
114660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρησμο-πευστέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consult an oracle, An.Bachm.</span> <span class="bibl"> 1.418 </span> (ubi male <span class="foreign greek">-πνευστοῦντι</span>).</div> </div><br><br>'}