Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολάλος
χρησμολέσχης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμόλογος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
χρησμοποιός
χρησμός
View word page
χρησμολάλος
χρησμο-λάλος [ᾰ], ον,
A). = χρησμολόγος, τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρησμολάλος
Headword (normalized):
χρησμολάλος
Headword (normalized/stripped):
χρησμολαλος
IDX:
114652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114653
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρησμο-λάλος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρησμολόγος, τρίποδες</span> Orac. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">App.Anth.</span> 6.82.10 </span>.</div> </div><br><br>'}