Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρησιμολογία
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
χρησμοδότης
χρησμολάλος
χρησμολέσχης
χρησμολογέω
χρησμολογία
χρησμολογική
χρησμολόγιον
χρησμόλογος
χρησμολύτης
χρησμοπευστέω
View word page
χρησμοδότημα
χρησμοδότ-ημα, ατος, τό,
A). oracular response, Suid.


ShortDef

oracular response

Debugging

Headword:
χρησμοδότημα
Headword (normalized):
χρησμοδότημα
Headword (normalized/stripped):
χρησμοδοτημα
IDX:
114650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρησμοδότ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">oracular response,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}