Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρηματοφύλαξ
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρήννυμι
χρῆος
χρῇς
χρῄσδω
χρησιμεύω
χρησιμολογέω
χρησιμολογία
χρήσιμος
χρησιμότης
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμηγόρος
χρησμογράφιον
χρησμοδοσία
χρησμοδοτέω
χρησμοδότημα
View word page
χρησιμολογία
χρησῐμ-ολογία, ,
A). edification, ibid.


ShortDef

edification

Debugging

Headword:
χρησιμολογία
Headword (normalized):
χρησιμολογία
Headword (normalized/stripped):
χρησιμολογια
IDX:
114640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρησῐμ-ολογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">edification,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}