Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαράγγελτος
ἀπαραγνώστως
ἀπαράγραφος
ἀπαράγωγος
ἀπαραδειγμάτιστος
ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
View word page
ἀπαραιρημένος
ἀπαραιρημένος
, Ion. pf. part. Pass. of
ἀφαιρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπαραιρημένος
Headword (normalized):
ἀπαραιρημένος
Headword (normalized/stripped):
απαραιρημενος
IDX:
11462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11463
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαραιρημένος</span>, Ion. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">ἀφαιρέω.</span> </div><br><br>'}