Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρεωφυλάσσω
χρή1
χρῆ2
χρηέομαι
χρήεσσι
χρῄζω1
χρῄζω2
χρηΐα
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστέον
χρηματιστήριον
χρηματιστής
View word page
χρηΐζω
χρηΐζω, Ion. for χρῄζω.


ShortDef

need

Debugging

Headword:
χρηΐζω
Headword (normalized):
χρηΐζω
Headword (normalized/stripped):
χρηιζω
IDX:
114612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρηΐζω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">χρῄζω.</span> </div><br><br>'}