Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρεωφείλημα
χρεωφυλακέω
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρεωφυλάσσω
χρή1
χρῆ2
χρηέομαι
χρήεσσι
χρῄζω1
χρῄζω2
χρηΐα
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
View word page
χρήεσσι
χρήεσσι,
A). v. χρέος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρήεσσι
Headword (normalized):
χρήεσσι
Headword (normalized/stripped):
χρηεσσι
IDX:
114608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114609
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρήεσσι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρέος.</span> </div> </div><br><br>'}