Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χρεωφειλέτης
χρεωφείλημα
χρεωφυλακέω
χρεωφυλακία
χρεωφυλακικός
χρεωφυλάκιον
χρεωφύλαξ
χρεωφυλάσσω
χρή1
χρῆ2
χρηέομαι
χρήεσσι
χρῄζω1
χρῄζω2
χρηΐα
χρηΐζω
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματαγωγός
χρηματίζω
χρηματικός
View word page
χρηέομαι
χρηέομαι
, in some dialects,
A).
=
χρῶμαι
, v.
χράω
(B) C.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρηέομαι
Headword (normalized):
χρηέομαι
Headword (normalized/stripped):
χρηεομαι
IDX:
114607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114608
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρηέομαι</span>, in some dialects, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρῶμαι</span> , v. <span class="ref greek">χράω</span> (B) C.</div> </div><br><br>'}