Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπάπτω
ἀπαράβατος
ἀπαράβλαστος
ἀπαράβλητος
ἀπαράβολος
ἀπαράγγελτος
ἀπαραγνώστως
ἀπαράγραφος
ἀπαράγωγος
ἀπαραδειγμάτιστος
ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
View word page
ἀπαράδεικτος
ἀπαρά-δεικτος, ον,
A). not returned, unregistered, ἐδάφη BGU 915.6 (ii A. D.).


ShortDef

not returned, unregistered

Debugging

Headword:
ἀπαράδεικτος
Headword (normalized):
ἀπαράδεικτος
Headword (normalized/stripped):
απαραδεικτος
IDX:
11457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρά-δεικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not returned, unregistered,</span> <span class="quote greek">ἐδάφη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 915.6 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}