Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρέα
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρέεσθαι
χρεία
χρειακός
χρεῖος
χρεῖος
χρειοφελέτης
χρειόω
χρειώ
χρειώδης
χρείων
χρείως
χρεμέδα
χρεμέθω
χρεμετίζω
χρεμέτισμα
χρεμετισμός
χρεμετιστικός
χρέμης
View word page
χρειώ
χρει-ώ,
A). v. χρεώ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρειώ
Headword (normalized):
χρειώ
Headword (normalized/stripped):
χρειω
IDX:
114554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρει-ώ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρεώ.</span> </div> </div><br><br>'}