Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χραίσμημα
χραίσμησις
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραυτίζω
χραύω
χράω1
χράω2
χρέα
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρέεσθαι
χρεία
χρειακός
χρεῖος
χρεῖος
χρειοφελέτης
χρειόω
χρειώ
View word page
χρέα
χρέα,
A). v. χρεία, χρέος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρέα
Headword (normalized):
χρέα
Headword (normalized/stripped):
χρεα
IDX:
114544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρεία, χρέος.</span> </div> </div><br><br>'}