Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαπαῖ
ἀπάπη
ἀπαππαπαῖ
ἄπαππος
ἀπάπτω
ἀπαράβατος
ἀπαράβλαστος
ἀπαράβλητος
ἀπαράβολος
ἀπαράγγελτος
ἀπαραγνώστως
ἀπαράγραφος
ἀπαράγωγος
ἀπαραδειγμάτιστος
ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
View word page
ἀπαραγνώστως
ἀπαρα-γνώστως, Adv.
A). without reading, Suid. s.v. Πουλχερία.


ShortDef

without reading

Debugging

Headword:
ἀπαραγνώστως
Headword (normalized):
ἀπαραγνώστως
Headword (normalized/stripped):
απαραγνωστως
IDX:
11453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρα-γνώστως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without reading,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Πουλχερία.</span> </div> </div><br><br>'}