Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χραδαμύλα
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραίσμημα
χραίσμησις
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραυτίζω
χραύω
χράω1
χράω2
χρέα
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρέεσθαι
χρεία
View word page
χράομαι
χράομαι,
A). v. χράω (B) C.


ShortDef

use, experience

Debugging

Headword:
χράομαι
Headword (normalized):
χράομαι
Headword (normalized/stripped):
χραομαι
IDX:
114538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χράομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χράω</span> (B) C.</div> </div><br><br>'}