Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χορτοκοπή
χορτοκοπία
χορτοκοπικός
χορτοκόπιον
χορτοκόπος
χορτολογέω
χορτολογία
χορτολόγος
χορτομανέω
χορτονομή
χορτοπαραλήμπτης
χορτοπάτητος
χορτοπηγεῖον
χορτοπγηία
χορτόπλινθον
χορτοπράτης
χορτοπώλης
χόρτος
χορτόσπερμον
χορτοσπορέω
χορτοσπορία
View word page
χορτοπαραλήμπτης
χορτο-παραλήμπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
receiver of hay,
ib.
1911.179
(vi A. D.).
ShortDef
receiver of hay
Debugging
Headword:
χορτοπαραλήμπτης
Headword (normalized):
χορτοπαραλήμπτης
Headword (normalized/stripped):
χορτοπαραλημπτης
IDX:
114499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114500
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χορτο-παραλήμπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receiver of hay,</span> ib.<span class="bibl"> 1911.179 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}