Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπάξιος
ἀπαξιόω
ἄπαξις
ἀπαξίωσις
ἀπαξοί
ἀπάορος
ἀπαπαῖ
ἀπάπη
ἀπαππαπαῖ
ἄπαππος
ἀπάπτω
ἀπαράβατος
ἀπαράβλαστος
ἀπαράβλητος
ἀπαράβολος
ἀπαράγγελτος
ἀπαραγνώστως
ἀπαράγραφος
ἀπαράγωγος
ἀπαραδειγμάτιστος
ἀπαράδεικτος
View word page
ἀπάπτω
ἀπάπτω, Ion. for ἀφάπτω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπάπτω
Headword (normalized):
ἀπάπτω
Headword (normalized/stripped):
απαπτω
IDX:
11447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11448
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπάπτω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀφάπτω.</span> </div><br><br>'}