Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χόνδρυλλα
χονδρώδης
χόνδρωσις
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοός
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
View word page
χόνδρυλλα
χόνδρυλλα,
A). v. χονδρίλη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χόνδρυλλα
Headword (normalized):
χόνδρυλλα
Headword (normalized/stripped):
χονδρυλλα
IDX:
114376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114377
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χόνδρυλλα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χονδρίλη.</span> </div> </div><br><br>'}