Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χονδρίς
χονδρίτης
χονδριωτός
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χόνδρυλλα
χονδρώδης
χόνδρωσις
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοός
View word page
χονδροσύνδεσμος
χονδρο-σύνδεσμος
,
ὁ
,
A).
cartilaginous connexion,
Gal.
1.569
.
ShortDef
cartilaginous connexion
Debugging
Headword:
χονδροσύνδεσμος
Headword (normalized):
χονδροσύνδεσμος
Headword (normalized/stripped):
χονδροσυνδεσμος
IDX:
114373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114374
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χονδρο-σύνδεσμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cartilaginous connexion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.569 </span>.</div> </div><br><br>'}