Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χόνδρινος
χονδρίον
χονδρίς
χονδρίτης
χονδριωτός
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χόνδρυλλα
View word page
χονδροβολία
χονδρο-βολία
,
ἡ
,
A).
tessellated work,
χονδροβολίας ἔδαφος
Gloss.
ShortDef
tessellated work
Debugging
Headword:
χονδροβολία
Headword (normalized):
χονδροβολία
Headword (normalized/stripped):
χονδροβολια
IDX:
114366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114367
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χονδρο-βολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tessellated work,</span> <span class="foreign greek">χονδροβολίας ἔδαφος</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}