Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χολώομαι
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χόνδρινος
χονδρίον
χονδρίς
χονδρίτης
χονδριωτός
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
View word page
χονδριωτός
χονδρ-ιωτός
,
ή
,
όν
, epith. of
κάναστρον,
dub. in
Supp.Epigr.
1.414.6
(cf.
p.139
) (Gort., v/iv B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χονδριωτός
Headword (normalized):
χονδριωτός
Headword (normalized/stripped):
χονδριωτος
IDX:
114365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114366
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χονδρ-ιωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, epith. of <span class="foreign greek">κάναστρον,</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 1.414.6 </span> (cf. <span class="bibl"> p.139 </span>) (Gort., v/iv B. C.).</div><br><br>'}