Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χολικός
χόλιξ
χόλιον
χόλιος
χολλάς
χολλείδης
χολοβαφής
χολοβάφινος
χολόβαφος
χολοδεκτικός
χολοδόχος
χολοειδής
χολόεις
χολοίβαφος
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολώομαι
χολωτός
View word page
χολοδόχος
χολο-δόχος, ον,
A). = χοληδόχος , Gal. 2.579 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χολοδόχος
Headword (normalized):
χολοδόχος
Headword (normalized/stripped):
χολοδοχος
IDX:
114346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114347
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χολο-δόχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χοληδόχος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.579 </span>.</div> </div><br><br>'}