Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολίκιον
χολικός
χόλιξ
χόλιον
χόλιος
χολλάς
χολλείδης
χολοβαφής
χολοβάφινος
χολόβαφος
χολοδεκτικός
χολοδόχος
χολοειδής
χολόεις
χολοίβαφος
χολοιβόρος
View word page
χολλάς
χολλάς,
A). v. χολάς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χολλάς
Headword (normalized):
χολλάς
Headword (normalized/stripped):
χολλας
IDX:
114340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χολλάς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χολάς.</span> </div> </div><br><br>'}