Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χοιροτροφεῖον
χοιροφορβεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιροψάλας
χοιρώδης
χοιρωδία
χοιρώνια
χοΐσκος
χολαγωγός
χολάδια
χολαίνω
χολαῖος
χόλαισι
χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολεμεσία
χολέρα
χολεριάω
View word page
χολάδια
χολ-άδια·
τὸ σχολάζειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χολάδια
Headword (normalized):
χολάδια
Headword (normalized/stripped):
χολαδια
IDX:
114316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114317
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χολ-άδια·</span> <span class="foreign greek">τὸ σχολάζειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}