Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαντιάζω
ἀπαντίζορα
ἀπαντικρύ
ἀπαντινά
ἀπαντίον
ἀπαντλέω
ἀπάντλησις
ἀπαντλητέον
ἀπάντομαι
ἀπάντοτε
ἀπαντροκύ
ἀπανύω
ἀπάνωθεν
ἅπαξ
ἀπαξάπας
ἀπαξαπλῶς
ἀπαξία
ἀπάξιος
ἀπαξιόω
ἄπαξις
ἀπαξίωσις
View word page
ἀπαντροκύ
ἀπαντροκύ,
A). v. ἀπαντικρύ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαντροκύ
Headword (normalized):
ἀπαντροκύ
Headword (normalized/stripped):
απαντροκυ
IDX:
11430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαντροκύ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπαντικρύ.</span> </div> </div><br><br>'}