χνοάω
χνοάω, commoner form of foreg., of a girl's cheeks,
A). μᾶλα τεὰ .. χνοάοντα : more freq. of youths, 27.50 τὴν παρειὰν χνοῶν Bacch. 2 ; c. acc. cogn., χνοάοντα ἰούλους , cf. 2.779 C. 4.347 ; of the down itself, χνοάοντες ἴουλοι the bloom of the first down, ; 2.43 ἔτι χνοάοντος ἰούλου δευόμενος IG 14.1362.1 (Rome); of fruit, σίκυον χνοάοντα a gourd with the bloom on it, v.l. for χλοάοντα (ap. Sch. , ) in AP 6.102 ( ): metaph., fresh, χνοόωσαν χάριν ὄμβρου . 343