Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χλωρότομος
χλωρότυρα
χλωροφαγέω
χλωροφάγος
χλωροφυλακία
χνάσμι
χναῦμα
χναυρός
χναυστικός
χναύω
χνιαρωτέρα
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνοΐζω
χνόϊος
χνόος
χνοώδης
χοαῖος
χοανεύω
χοάνη
View word page
χνιαρωτέρα
χνιαρωτέρα·
χνοω<δες>τέρα,
Hsch.
χνίει·
ψακάζει, θρύπτει,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χνιαρωτέρα
Headword (normalized):
χνιαρωτέρα
Headword (normalized/stripped):
χνιαρωτερα
IDX:
114234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114235
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χνιαρωτέρα·</span> <span class="foreign greek">χνοω<δες>τέρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">χνίει·</span> <span class="foreign greek">ψακάζει, θρύπτει,</span> Id.</div><br><br>'}