Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαντάω
ἀπαντή
ἁπάντη
ἀπάντημα
ἀπάντησις
ἀπαντητέον
ἀπαντητήριον
ἀπαντητής
ἀπαντητικός
ἀπαντιάζω
ἀπαντίζορα
ἀπαντικρύ
ἀπαντινά
ἀπαντίον
ἀπαντλέω
ἀπάντλησις
ἀπαντλητέον
ἀπάντομαι
ἀπάντοτε
ἀπαντροκύ
ἀπανύω
View word page
ἀπαντίζορα
ἀπαντ-ίζορα·
ἐναντία,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπαντίζορα
Headword (normalized):
ἀπαντίζορα
Headword (normalized/stripped):
απαντιζορα
IDX:
11421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11422
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαντ-ίζορα·</span> <span class="foreign greek">ἐναντία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}