Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χλωριάω
χλωρίζω
χλωρικός
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροβοτάνη
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
χλωρόπτιλος
χλωρός
χλωροσαῦρα
χλωροστρουθίον
χλωρότης
χλωρότομος
χλωρότυρα
χλωροφαγέω
χλωροφάγος
View word page
χλωρομέλας
χλωρο-μέλᾱς, μέλαινα, μέλᾰν,
A). dark green, Gal. 17(2).66 .


ShortDef

dark green

Debugging

Headword:
χλωρομέλας
Headword (normalized):
χλωρομέλας
Headword (normalized/stripped):
χλωρομελας
IDX:
114217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χλωρο-μέλᾱς</span>, <span class="foreign greek">μέλαινα, μέλᾰν,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dark green,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).66 </span>.</div> </div><br><br>'}