Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρικός
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροβοτάνη
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
χλωρόπτιλος
χλωρός
χλωροσαῦρα
χλωροστρουθίον
χλωρότης
χλωρότομος
χλωρότυρα
χλωροφαγέω
View word page
χλωροκυρτίς
χλωρο-κυρτίς, ίδος, , a kind of
A). prawn (καρίς), Hsch.


ShortDef

prawn

Debugging

Headword:
χλωροκυρτίς
Headword (normalized):
χλωροκυρτίς
Headword (normalized/stripped):
χλωροκυρτις
IDX:
114216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χλωρο-κυρτίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prawn</span> (<span class="etym greek">καρίς</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}