Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χλωραίνομαι
χλωράκοπον
χλώρασμα
χλωραύχην
χλωράω
χλωρεύς
χλωρηΐς
χλωρίασις
χλωριάω
χλωρίζω
χλωρικός
χλωρίς
χλωρῖτις
χλωρίων
χλωροβοτάνη
χλωροειδής
χλωρόκομος
χλωροκυρτίς
χλωρομέλας
χλωροποιός
χλωρόπτιλος
View word page
χλωρικός
χλωρ-ικός, , όν, perh.
A). f.l. for χωρικός, ἀρτεμισία PMag.Par. 1.914 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χλωρικός
Headword (normalized):
χλωρικός
Headword (normalized/stripped):
χλωρικος
IDX:
114209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χλωρ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">χωρικός, ἀρτεμισία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.914 </span>.</div> </div><br><br>'}