Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χλόϊα
χλοιδᾶν
χλοιόομαι
χλοόκαρπος
χλοόμορφος
χλόος
χλοσσός
χλουβοκεραμεύς
χλούδειν
χλουία
χλουνάζειν
χλούνειος
χλούνης
χλοῦνις
χλουνός
χλοῦς
χλοώδης
χλυρών
χλωράζω
χλωραθέω
χλωραίνομαι
View word page
χλουνάζειν
χλουνάζειν·
κινύρεσθαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χλουνάζειν
Headword (normalized):
χλουνάζειν
Headword (normalized/stripped):
χλουναζειν
IDX:
114189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114190
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χλουνάζειν·</span> <span class="foreign greek">κινύρεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}