Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδίσκα
χλανιδίσκιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανιδουργία
χλανίς
χλανίσκιον
χλανισκίδιον
χλανίτιδες
χλαρός
χλεμερός
χλέος
χλευάζω
χλεῦαξ
χλευασία
χλεύασμα
χλευασμός
χλευαστής
χλευαστικός
View word page
χλανίτιδες
χλανίτιδες
,
αἱ
,
A).
necklaces,
Hsch.
χλάνος·
τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος,
Id.
ShortDef
necklaces
Debugging
Headword:
χλανίτιδες
Headword (normalized):
χλανίτιδες
Headword (normalized/stripped):
χλανιτιδες
IDX:
114115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114116
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χλανίτιδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">necklaces,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">χλάνος·</span> <span class="foreign greek">τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος,</span> Id.</div> </div><br><br>'}