Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χιονοτρόφος
χιονόχροος
χιονόχρως
χιονώδης
χιονωπός
Χίος
Χῖος
Χιουργής
χιόω
χιραλέος
χίραμα
χιράς
χιτάναλλον
χιτών
χιτωνάριον
χιτώνη
χιτωνία
χιτώνιον
χιτωνισκάριον
χιτωνίσκιον
χιτωνίσκος
View word page
χίραμα
χίραμα
,
ατος
,
τό
, a disease in horses' feet,
Hippiatr.
52
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χίραμα
Headword (normalized):
χίραμα
Headword (normalized/stripped):
χιραμα
IDX:
114070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χίραμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a disease in horses\' feet, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 52 </span>.</div><br><br>'}