Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμαιροφύλαξ
χιμάρα
χιμάραρχος
χιμαροκτόνος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμεθλον
χιμέτλη
χιμετλιάω
χίμετλον
Χιογενής
χιοειδής
χῖον
χιόνεος
χιονίζω
χιονικός
χιόνινος
χιόνιον
χιονισμός
View word page
χιμετλιάω
χῐμετλ-ιάω,
A). have chilblains, ib. 37 .


ShortDef

have chilblains

Debugging

Headword:
χιμετλιάω
Headword (normalized):
χιμετλιάω
Headword (normalized/stripped):
χιμετλιαω
IDX:
114037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χῐμετλ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have chilblains,</span> ib.<span class="bibl"> 37 </span>.</div> </div><br><br>'}