Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανιζόμενοι
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
ἀπάνουργος
ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
ἁπανταχοῖ
ἁπανταχοῦ
ἀπαντάω
ἀπαντή
View word page
ἀπανιζόμενοι
ἀπανιζόμενοι·
ξηραινόμενοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπανιζόμενοι
Headword (normalized):
ἀπανιζόμενοι
Headword (normalized/stripped):
απανιζομενοι
IDX:
11402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11403
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπανιζόμενοι·</span> <span class="foreign greek">ξηραινόμενοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}