Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων
χιλιόκωμος
χιλιόμβη
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόομαι
χιλιόπαλαι
χιλιόπηχυς
χιλιοπλάσιος
χιλιοπλασίων
χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλιοφόρος
χιλιόφυλλος
χιλιόχρυσος
χιλίωρος
χιλοποιέομαι
χιλός
χιλοποιόω
View word page
χίλιος
χίλιος,
A). v. χίλιοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χίλιος
Headword (normalized):
χίλιος
Headword (normalized/stripped):
χιλιος
IDX:
114008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χίλιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χίλιοι.</span> </div> </div><br><br>'}