Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χιλιοκράτωρ
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων
χιλιόκωμος
χιλιόμβη
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόομαι
χιλιόπαλαι
χιλιόπηχυς
χιλιοπλάσιος
χιλιοπλασίων
χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλιοφόρος
χιλιόφυλλος
χιλιόχρυσος
χιλίωρος
χιλοποιέομαι
χιλός
View word page
χιλιοπλασίων
χῑλιο-πλᾰσίων
,
ον
, gen.
-ονος,
= foreg.,
Sm.
2 Ki.
18.3
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χιλιοπλασίων
Headword (normalized):
χιλιοπλασίων
Headword (normalized/stripped):
χιλιοπλασιων
IDX:
114007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114008
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χῑλιο-πλᾰσίων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="foreign greek">-ονος,</span> = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ki.</span> 18.3 </span>.</div><br><br>'}