χιλιέτης
χῑλῐέτ-ης, ου, ὁ, or χῑλῐετ-ετής, έος, ὁ , ἡ:—
A). lasting a thousand years, περίοδος, πορεία, Phdr. 249a , R. 621d ; βίος GA 745a34 : fem. acc. -ετιν v.l. in R. 615a .
II). χειλιέτης ἀγών, celebration of the thousandth anniversary of the founding of Rome, IG 22.3169.14 (iii A. D.).