χθιζός
χθιζ-ός, ή, όν,(χθές)
A). of yesterday, τὸ χ. χρεῖος their yesterday's debt, ; 13.745 ὁ χ. πόνος yesterday's labour, ; 1.126 ἡ χ. μέθη ; 2.13e αἱ χ. ἀβελτερίαι ib. 75e , cf. , etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, 1.40 χθιζὸς ἔβη he went yesterday, ; 1.424 χ. ἤλυθες ; 2.262 χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170 ; ὅσσα .. χ. ὑπέσχετο ; 19.141 χ. ἐμυθεόμην ; 12.451 ἴδον Μέντορα χ. 4.656 ; αἲ γάρ .. τοῖος ἐών τοι χ.. . ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379 : neut. χθιζόν as Adv., = χθές , ; neut. pl. 19.195 χθιζά, v. πρωιζός.