χηρόω
χηρ-όω,
A). make desolate, χήρωσε δ’ ἀγυιάς : esp. 5.642 make a woman a widow, χήρωσας δὲ γυναῖκα 17.36 ; Πριάμου γαῖ’ ἐχήρωσ’ Ἑλλάδα Cyc. 304 :— Med., ἐχηρώσαντο πόληα . 9.351
2). c. gen., bereave, με .. ἠελιου χήρωσεν AP 7.172 ( ); πνοιῆς ib. 287 (Antip.):— Pass., τῶν .. αὑτοῦ χηρώσει (2 sg.) πολλῶν ( v.l. κτεάνων ) ; 956 πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ’ ἐχηρώθη πόλις would have been bereft of .. , ; 37 Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη . 6.83
II). intr., to be bereft of .. : abs., live in widowhood, f.l. for χηρεύω in . 2.749d