Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χηνυστ<ρ>εῖς
χηνώδης
χήρ
χήρα
χηραίνω
χηραιότης
χηράμβη
χηραμβής
χηραμίς
χηραμοδύτης
χηρδύπτης
χηραμόθεν
χηραμός
χηραμύς
χηραμών
χήρατο
χηρεία
χήρειος
χήρευσις
χηρεύω
χηρικός
View word page
χηρδύπτης
χηρ-δύπτης).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χηρδύπτης
Headword (normalized):
χηρδύπτης
Headword (normalized/stripped):
χηρδυπτης
IDX:
113911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χηρ-δύπτης</span>). <span class="orth greek"></span> </div><br><br>'}