Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χήλινος
χηλοδευσεῖν
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χῆμαι
χημεία
χήμη
Χημία
χημίον
χήμωσις
χήν
χηνάγριον
χηνάλοπες
χηναλωπέκειος
χηναλωπεκιδεύς
χηναλώπηξ
View word page
χημεία
χημ-εία, χημ-ευτικός,
A). v. χυμ-εία, -ευτικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χημεία
Headword (normalized):
χημεία
Headword (normalized/stripped):
χημεια
IDX:
113870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χημ-εία</span>, <span class="orth greek">χημ-ευτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χυμ-εία, -ευτικός.</span> </div> </div><br><br>'}