Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χέω
χῆ
χηλαμός
χηλαργός
χηλᾶς
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χήλινος
χηλοδευσεῖν
χηλός
χηλόω
χήλωμα
χηλώτιον
χῆμαι
χημεία
χήμη
Χημία
χημίον
χήμωσις
View word page
χηλοδευσεῖν
χηλοδευσεῖν·
ἀδολεσχεῖν, οἱ δὲ τρίβειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χηλοδευσεῖν
Headword (normalized):
χηλοδευσεῖν
Headword (normalized/stripped):
χηλοδευσειν
IDX:
113864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113865
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χηλοδευσεῖν·</span> <span class="foreign greek">ἀδολεσχεῖν, οἱ δὲ τρίβειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}